- ἐνόπλους
- ἔνοπλοςin armsmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SABA — I. SABA Insul. parva, ex Antillis, sub Hollandis, vix 20. mill. pass. a parte Occidentali Insulae Christophori. II. SABA Iulianus, vide Iulianus. III. SABA castellum, a quo Campus magnus Campus Sabae dicitur; in tribu Isaschar. IV. SABA… … Hofmann J. Lexicon universale
ένοπλος — η, ο (AM ἔνοπλος, ον) [όπλον] αυτός που έχει μαζί του ή που χρησιμοποιεί όπλο ή όπλα, οπλισμένος νεοελλ. 1. (για ενέργεια) αυτός που διεξάγεται, που γίνεται με όπλα («ένοπλη σύρραξη») 2. φρ. «οι ένοπλες δυνάμεις» το σύνολο τών στρατιωτικών και… … Dictionary of Greek
αντίσταση — Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά ιστορικά γεγονότα του B’ Παγκοσμίου πολέμου υπήρξε το φαινόμενο της Α., την οποία προέταξαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους οι κατεχόμενοι από τον Άξονα πληθυσμοί στις διάφορες χώρες. Οι πολιτικές και… … Dictionary of Greek
αυτομολία — η (AM αὐτομολία) [αυτόμολος] 1. η μετάβαση στρατιωτικού ή προσκολλημένου στον στρατό χωρίς έγγραφη άδεια ή διαταγή του ανωτέρου του στον εχθρό ή σε ένοπλους στασιαστές 2. η εγκατάλειψη μιας ιδεολογίας ή παράταξης και η προσχώρηση σε άλλη… … Dictionary of Greek
αυτομολώ — (AM αὐτομολῶ, έω) [αυτόμολος] 1. προσχωρώ στον εχθρό ή σε ένοπλους στασιαστές χωρίς άδεια ή διαταγή ανωτέρου 2. εγκαταλείπω μία πολιτική ή ιδεολογική παράταξη και προσχωρώ σε άλλη … Dictionary of Greek
κλεφτοκάραβο — και κλεφτοκάικο, το (επί τουρκοκρατίας) πλοίο που μετέφερε κρυφά κλέφτες, ένοπλους επαναστάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλέφτης + κάραβο (< καράβι), πρβλ. παλιο κάραβο, σαπιο κάραβο] … Dictionary of Greek
μυριοτευχής — μυριοτευχής, ές (Α) αυτός που συνοδεύεται από δέκα χιλιάδες ένοπλους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + τευχής (< τεύχη «όπλα»), πρβλ. χρυσο τευχής] … Dictionary of Greek
Αγκόλα — Κράτος της ΝΔ Αφρικής.Συνορεύει στα Β και ΒΑ με τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (πρώην Ζαϊρ), στα Α με τη Ζάμπια, στα Ν με τη Ναμίμπια, ενώ Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Α. εκτείνεται στα νότια της λεκάνης του ποταμού Κονγκό στη ΝΔ Αφρική … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
βαρβαρικές επιδρομές — Ονομάζονται έτσι οι μετακινήσεις των αποκαλούμενων βαρβαρικών λαών, που στον 4ο και 5o αι. μ.Χ. κατέληξαν στα εδάφη της Δυτικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και προκάλεσαν την πτώση της. Στην πραγματικότητα, οι β.ε. στην Ευρώπη ακολούθησαν η μία μετά… … Dictionary of Greek